- χρεοκοπημένος
- banqueroute
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
χρεοκοπώ — χρεοκόπησα, χρεοκοπημένος 1. αρνούμαι να πληρώσω τα χρέη μου, πτωχεύω, γίνομαι χρεοκόπος: Όλα φαίνονταν καλά στην αρχή, μα στο τέλος χρεοκόπησε. 2. αποτυχαίνω, παύω να ισχύω, ξεπέφτω ηθικά: Είναι ένας χρεοκοπημένος πολιτευτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστοί — Στον Μεσαίωνα ονομάζονταν α. (burgenses, bourgeois)αρχικά οι κάτοικοι των αστικών οικισμών (γαλλ. bourg, γερμ. burg, ιταλ. borgo), οι οποίοι συγκροτούσαν τις μεσαιωνικές πόλεις. Από την εποχή αυτή έχουν μείνει τα τοπωνύμια πολλών σύγχρονων πόλεων … Dictionary of Greek
χρεοκοπώ — χρεοκοπώ, χρεοκόπησα, χρεοκοπημένος βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μπατίρης — ο θηλ. ισσα ο κατεστραμμένος οικονομικά, ο αδέκαρος, ο χρεοκοπημένος: Έπαιζε στο καζίνο μέχρι που έμεινε μπατίρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)